- επισκέπτομαι
- (AM ἐπισκέπτομαι) [σκέπτομαι]1. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τόν δω, να τόν χαιρετήσω, να τού ευχηθώ κ.λπ. («ἠσθένησα, καί ἐπισκέψασθέ με», ΚΔ)2. (για γιατρό) πηγαίνω σε άρρωστο για να τόν εξετάσω3. (για αξιωματούχους) επιθεωρώνεοελλ.πηγαίνω κάπου για να παρατηρήσω, να θαυμάσω («επισκέφθηκα όλα τα μουσεία τής πόλης»)αρχ.-μσν.παρατηρώ, εξετάζω προσεκτικά2. φροντίζω, ενδιαφέρομαι για κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.